- μυοσίτιδα
- Επώδυνη φλεγμονή μυός, που μπορεί να προκληθεί από λοίμωξη, τραυματισμό ή διαταραχή του ανοσοποιητικού συστήματος του σώματος.
* * *ηιατρ. φλεγμονή τού μυϊκού ιστού, που μπορεί να προκληθεί από λοιμώδεις παράγοντες ή να εκδηλωθεί στο πλαίσιο πολυμυοσίτιδας ή δερματομυοσίτιδας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myositis (< μυς, μυός «όργανο τού σώματος» + επίθημα -ίτιδα)].
Dictionary of Greek. 2013.